- φαλίρισμα
- το, Ν [φαλίρω / -ίζω]φαλιμέντο, πτώχευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλίρισμα — το, ατος φαλιμέντο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και … Dictionary of Greek
χρεωκοπία — και χρεοκοπία, η, ΝΑ [χρεωκόπος] νεοελλ. 1. αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων, αδυναμία πληρωμής χρεών, κν. φαλίρισμα, φαλιμέντο 2. (νομ.) η αξιόποινη πτώχευση, που διακρίνεται σε απλή και σε δόλια, ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας τού … Dictionary of Greek
πτώχευση — η χρεοκοπία, φαλίρισμα, φαλιμέντο: Μεγάλη επιχείρηση κήρυξε πτώχευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτώχεψη — φτώχεψη, η και πτώχευση, η 1. το να είναι κανείς φτωχός, το φτώχεμα, το να φτωχύνει κανείς. 2. (νομ.), η κατάσταση του εμπόρου που χρωστάει στους πιστωτές του και δεν μπορεί να πληρώσει τα χρέη του, οικονομική καταστροφή, χρεοκοπία που κηρύχτηκε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)